- τσουρούφλισμα
- το, -ατοςκαψάλισμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσουρούφλισμα — το, Ν [τσουρουφλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουρουφλίζω … Dictionary of Greek
επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… … Dictionary of Greek
καψάλισμα — το [καψαλίζω] 1. το ελαφρό κάψιμο τής επιφάνειας ενός αντικειμένου, το τσουρούφλισμα («καψάλισμα ψωμιού») 2. (υφαντ.) μέθοδος επεξεργασίας υφασμάτων κατά την οποία αυτά περνούν πάνω από φλόγα αερίου με σκοπό το κάψιμο τών ινών που εξέχουν στην… … Dictionary of Greek
περιφλευσμός — ὁ, Α [περιφλεύω] η περίκαυση, το τσουρούφλισμα … Dictionary of Greek
περιφλογισμός — ὁ, Μ [περιφλογίζω] η περικύκλωση με φλόγες, το τσουρούφλισμα … Dictionary of Greek
τσούδισμα — το, Ν [τσουδίζω] τσουρούφλισμα … Dictionary of Greek
καψάλισμα — το, ατος η επιπόλαιη καύση της επιφάνειας κάποιου αντικειμένου, τσουρούφλισμα: Η ρέγκα θέλει καψάλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)